- ταιναρίζω
- Α [ταινάρια]τελώ τη γιορτή τών Ταιναρίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταιναρίζειν — Ταιναρίζω celebrants of this festival pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταιναρισταί — οἱ, Α [ταιναρίζω] (κατά τον Ησύχ.) «Ταινάριοι» … Dictionary of Greek
παραταιναρίζω — Α εορτάζω την εορτή τών Ταιναρίων, όπως οι Λάκωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ταιναρίζω «τελώ την εορτή τών Ταιναρίων»] … Dictionary of Greek